βενζίλιο

βενζίλιο
Χημική αρωματική ρίζα που προκύπτει με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από το μόριο του τολουολίου. Τα αλογονούχα παράγωγα του β. παρασκευάζονται γενικά με επίδραση των ατμών αλογόνου στο τολουόλιο, με θερμότητα και με παρουσία φωτός. Τα αλογονούχα β. υφίστανται πολύ γρήγορα υδρόλυση στην υγρή ατμόσφαιρα και γενικά εμφανίζουν μεγαλύτερη δραστηριότητα σε σχέση με τα αλκυλικά αλογονούχα παράγωγα. Το χλωριούχο β. εφαρμόζεται ευρύτατα στη βιομηχανία των συνθετικών χρωμάτων (ομάδα τριφαινυλομεθανίου), των φαρμακευτικών προϊόντωντων αρωμάτων και καρβιδίων (ως αντιδραστήρια που εμποδίζουν τον σχηματισμό ρητινωδών υπολειμμάτων). Το βενζιλοχλωρίδιο, το βρωμίδιο και το ιωδίδιο χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα ως δακρυγόνα. Το βενζοϊκό β. (βενζοϊκός βενζιλεστέρας) που παίρνουμε από το βάλσαμο του Περού και Τολού χρησιμοποιείται στην ιατρική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”